σύνδρομο Meniere

Δυστυχώς, υπάρχουν ορισμένες παθήσεις που μπορούν να επηρεάσουν την ψυχολογία και την ποιότητα των ασθενών σε πολλαπλά επίπεδα. Μια τέτοια πάθηση είναι και το σύνδρομο Meniere. Η απώλεια ακοής και τα συνοδά προβλήματα που προκαλεί το σύνδρομο Meniere δεν είναι απλώς μια οργανική διαταραχή, αλλά μια βαθιά και συχνά εξουθενωτική εμπειρία για όσους πάσχουν. Πολλοί ασθενείς εμφανίζουν επίσης άγχος, ευερεθιστότητα ή και καταθλιπτική διάθεση, ως αποτέλεσμα της συνεχούς προσπάθειας να προσαρμοστούν σε μια απρόβλεπτη και διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση. Η ποιότητα ζωής επηρεάζεται άμεσα, όχι μόνο σε πρακτικό επίπεδο, αλλά και στην αυτοεκτίμηση, την κοινωνικότητα και τη γενικότερη ψυχική υγεία των ασθενών.

Τι είναι το σύνδρομο Meniere;

Το σύνδρομο Meniere είναι μία χρόνια και ιδιαίτερα σύνθετη πάθηση του έσω ωτός, η οποία επηρεάζει τόσο την ακοή όσο και την ισορροπία, με αποτέλεσμα να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Η νόσος χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια έντονου περιστροφικού ιλίγγου, εμβοές (βουητά ή κουδούνισμα στα αυτιά), αίσθημα πίεσης ή πληρότητας στο ένα ή και στα δύο αυτιά και, συχνά, παροδική ή προοδευτική απώλεια ακοής. Τα επεισόδια αυτά εμφανίζονται συνήθως απροειδοποίητα και μπορεί να διαρκέσουν από μερικά λεπτά έως και αρκετές ώρες, με τον μέσο όρο να κυμαίνεται μεταξύ δύο και τεσσάρων ωρών. 

Μετά από μία κρίση, οι ασθενείς συχνά αισθάνονται εξάντληση και έντονη ανάγκη για ύπνο και ξεκούραση, κάτι που οφείλεται τόσο στη σωματική όσο και στη νευρολογική επιβάρυνση από τα επεισόδια. Σε ορισμένους, οι κρίσεις μπορεί να είναι συχνές, ενώ σε άλλους να μεσολαβούν ακόμα και χρόνια μεταξύ των επεισοδίων. Σημαντικό είναι πως το 0,2% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει τη νόσο, ενώ στους περισσότερους προσβάλλεται μόνο το ένα αυτί (περίπου 2 στις 3 περιπτώσεις), αν και στο 1/3 των περιπτώσεων μπορεί σταδιακά να προσβληθούν και τα δύο αυτιά.

Αίτια και παθογένεση του συνδρόμου Meniere

Παρά τις πολυετείς μελέτες, η ακριβής αιτία του συνδρόμου παραμένει ασαφής. Η κυρίαρχη θεωρία υποστηρίζει ότι η νόσος σχετίζεται με αύξηση της πίεσης του ενδολεμφικού υγρού στο έσω ους (ενδολεμφικός ύδρωπας). Το υγρό αυτό, που περιβάλλει τα ευαίσθητα αισθητήρια κύτταρα του έσω ωτός, όταν διαταραχθεί ως προς τον όγκο ή τη σύνθεσή του, οδηγεί σε μηχανική και λειτουργική δυσλειτουργία, προκαλώντας τα χαρακτηριστικά συμπτώματα. Παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, οι ιογενείς λοιμώξεις, οι ανοσολογικές διαταραχές, οι αλλεργίες, οι τραυματισμοί στο κεφάλι και οι ημικρανίες φαίνεται ότι συμβάλλουν στην εμφάνιση ή επιδείνωση του συνδρόμου. Επιπλέον, η απώλεια ακοής τείνει να είναι προοδευτική, καθώς με την πάροδο του χρόνου η ακοή στο προσβεβλημένο αυτί επιδεινώνεται και σε ορισμένους ασθενείς φτάνει μέχρι τη μόνιμη βαρηκοΐα.

Συμπτώματα που προκαλεί το σύνδρομο Meniere

Τα συμπτώματα του συνδρόμου Meniere εμφανίζονται συνήθως με εξάρσεις και διαλείμματα, προκαλώντας αιφνίδια επιδείνωση της καθημερινότητας του ασθενούς. Το πιο χαρακτηριστικό και έντονο σύμπτωμα είναι ο ίλιγγος, δηλαδή η αίσθηση ότι το περιβάλλον ή το ίδιο το άτομο περιστρέφεται, συνοδευόμενος συχνά από ναυτία, εμετούς, αστάθεια και φόβο πτώσης. Ο ίλιγγος διαρκεί από μερικά λεπτά έως και αρκετές ώρες και είναι συνήθως εξουθενωτικός. Παράλληλα, οι ασθενείς συχνά παραπονιούνται για ένα αίσθημα βάρους, πίεσης ή πληρότητας στο αυτί, το οποίο μπορεί να προηγείται ή να συνοδεύει την κρίση. Οι εμβοές, δηλαδή ο ενοχλητικός ήχος μέσα στο αυτί που συχνά περιγράφεται ως βούισμα, σφύριγμα ή κουδούνισμα, είναι σύνηθες και πολλές φορές παραμένει ακόμη και μεταξύ των επεισοδίων. 

Η βαρηκοΐα (απώλεια ακοής) είναι στην αρχή παροδική και αφορά κυρίως τις χαμηλές συχνότητες, αλλά με την εξέλιξη της νόσου τείνει να γίνεται μόνιμη και ενίοτε επιδεινούμενη. Σε πιο προχωρημένα στάδια οι ασθενείς ενδέχεται να παραπονούνται για παραμόρφωση των ήχων (παρακούσεις) ή και αυξημένη ευαισθησία σε ορισμένους ήχους. Επιπλέον, δεν είναι σπάνιο οι ασθενείς να βιώνουν χρόνια αίσθηση ελαφριάς αστάθειας ακόμη και στα μεσοδιαστήματα χωρίς κρίσεις, κάτι που επηρεάζει τις καθημερινές τους δραστηριότητες και την αυτοπεποίθησή τους. Η ένταση, η συχνότητα και ο συνδυασμός των συμπτωμάτων διαφέρουν σημαντικά από ασθενή σε ασθενή, κάτι που καθιστά την κλινική εικόνα ιδιαίτερα ποικιλόμορφη και εξατομικευμένη.

Διάγνωση της νόσου

Η διάγνωση του συνδρόμου Meniere βασίζεται κυρίως στο ιστορικό του ασθενούς και στην κλινική εικόνα των συμπτωμάτων, καθώς δεν υπάρχει μία εξέταση που από μόνη της να επιβεβαιώνει τη νόσο. Ο συνδυασμός περιστροφικού ιλίγγου, βαρηκοΐας, εμβοών και αίσθησης πληρότητας στο αυτί είναι καθοριστικός για τη διάγνωση. Για την υποστήριξή της χρησιμοποιούνται ακοολογικές εξετάσεις, όπως το ακοόγραμμα, το οποίο αποκαλύπτει το επίπεδο και τον τύπο της βαρηκοΐας, και το ηλεκτρονυσταγμογράφημα για την αξιολόγηση του αιθουσαίου συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιείται μαγνητική τομογραφία για να αποκλειστούν άλλες παθήσεις με παρόμοια συμπτωματολογία, όπως ακουστικό νευρίνωμα ή πολλαπλή σκλήρυνση.

Αντιμετώπιση κατά τη διάρκεια και μεταξύ των κρίσεων

Η θεραπεία του συνδρόμου Meniere στοχεύει κυρίως στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, καθώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχει οριστική θεραπεία. Κατά τη διάρκεια μίας κρίσης, συνιστάται ο ασθενής να παραμείνει ξαπλωμένος με τα μάτια ανοιχτά, προσηλωμένα σε ένα σταθερό σημείο, αποφεύγοντας την κατανάλωση υγρών όσο υπάρχει τάση για έμετο. Μετά την υποχώρηση του ιλίγγου, απαιτείται σταδιακή κινητοποίηση και επαρκής ξεκούραση. Σε περιπτώσεις επίμονης ναυτίας ή εμετού, μπορεί να χρειαστεί η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής από τον θεράποντα ιατρό. Μεταξύ των κρίσεων, εφαρμόζεται μια σειρά μέτρων για τον περιορισμό της συχνότητας και της έντασής τους. Φαρμακευτικά, χορηγούνται συνήθως διουρητικά για τη μείωση της πίεσης του ενδολεμφικού υγρού, ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται στεροειδή από το στόμα ή με έγχυση στο μέσο αυτί, καθώς και κατασταλτικά του λαβυρίνθου. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προστεθούν αναστολείς αντλίας ασβεστίου ή, σπανιότερα, ανοσοκατασταλτικά.

Διατροφή και σύνδρομο Meniere

Η διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της νόσου, αν και δεν αποτελεί πανάκεια. Στόχος είναι η σταθεροποίηση του όγκου και της σύστασης των σωματικών υγρών, ώστε να αποφευχθούν διακυμάνσεις που θα επηρεάσουν το έσω ους. Συνιστάται η ελάττωση της πρόσληψης αλατιού (λιγότερο από 1 γραμμάριο ημερησίως), η αποφυγή καφεΐνης (καφές, τσάι, σοκολάτα), αλκοόλ και γλουταμινικού νατρίου (MSG), καθώς οι ουσίες αυτές μπορεί να επιδεινώσουν την πίεση του ενδολεμφικού υγρού και να εντείνουν τα συμπτώματα. Εξίσου σημαντική είναι η ισορροπημένη κατανάλωση υγρών και η αποφυγή γευμάτων με μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη ή αλάτι, ώστε να αποφεύγονται απότομες μεταβολές στην ωσμωτικότητα και τον όγκο του υγρού στο έσω ους. Σε κάθε περίπτωση, η δίαιτα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε ασθενούς.

Χειρουργική και επεμβατική αντιμετώπιση

Όταν οι συντηρητικές θεραπείες αποτυγχάνουν και οι κρίσεις ιλίγγου είναι έντονες και συχνές, εξετάζεται το ενδεχόμενο επεμβατικής θεραπείας. Η ενδοτυμπανική χορήγηση γενταμυκίνης είναι μια επιλογή που στοχεύει στην καταστροφή των κυττάρων του αιθουσαίου συστήματος του πάσχοντος αυτιού, μειώνοντας έτσι τα επεισόδια ιλίγγου χωρίς να επηρεάζει το αντίθετο αυτί. Εναλλακτικά, μπορεί να γίνει διατομή του αιθουσαίου νεύρου ή λαβυρινθεκτομή, με σκοπό την οριστική διακοπή του ιλίγγου, αν και οι επεμβάσεις αυτές ενέχουν τον κίνδυνο επιδείνωσης της ισορροπίας ή της ακοής. Η Χειρουργός ΩΡΛ Δρ. Όλγα Παπαδοπούλου αντιμετωπίζει το σύνδρομο με την ενδεδειγμένη ανά περίπτωση μέθοδο.

Ο αντίκτυπος στην καθημερινή ζωή και η ψυχολογική διάσταση

Το σύνδρομο Meniere μπορεί να επηρεάσει βαθιά την καθημερινότητα, ιδίως λόγω της απρόβλεπτης εμφάνισης των κρίσεων. Οι ασθενείς καλούνται να προσαρμόσουν το περιβάλλον και τις συνήθειές τους για λόγους ασφαλείας, όπως το να αφήνουν ένα φως αναμμένο τη νύχτα ή να διατηρούν ελεύθερους τους διαδρόμους στο σπίτι τους. Είναι σημαντικό οι οικείοι τους να γνωρίζουν την κατάσταση ώστε να τους υποστηρίζουν κατά τη διάρκεια των κρίσεων. Η ψυχολογική επιβάρυνση από το άγχος των κρίσεων, τη χρόνια απώλεια ακοής και τις εμβοές είναι σημαντική και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Πολλοί ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης ή άγχους και μπορεί να ωφεληθούν από ψυχολογική ή φαρμακευτική υποστήριξη.

Παρότι το σύνδρομο Meniere είναι μία νόσος χωρίς οριστική θεραπεία, η σωστή και συστηματική διαχείριση μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς να ζουν με λιγότερα και ηπιότερα επεισόδια και να διατηρήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα την ακοή και την ισορροπία τους. Η ενημέρωση, η συμμόρφωση με την κατάλληλη αγωγή και η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής αποτελούν τα θεμέλια για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.